- ευδαιμοσύνη
- εὐδαιμοσύνη, ἡ (Α) [ευδαίμων]η ευδαιμονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδαιμοσύνην — εὐδαιμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμοσύνα — εὐδαιμοσύνᾱ , εὐδαιμοσύνη fem nom/voc/acc dual εὐδαιμοσύνᾱ , εὐδαιμοσύνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμοσύνας — εὐδαιμοσύνᾱς , εὐδαιμοσύνη fem acc pl εὐδαιμοσύνᾱς , εὐδαιμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμοσύναν — εὐδαιμοσύνᾱν , εὐδαιμοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)